- τμηματικός
- η , ό[ν]1) частичный; 2) отрывочный; 3) участковый, секционный; цеховой;
§ τμηματικόςές εξετάσεις — экзаменационная сессия, годовые экзамены
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τμηματικόςές εξετάσεις — экзаменационная сессия, годовые экзамены
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τμηματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τμήμα 2. αυτός που γίνεται κατά τμήματα («τμηματικές εξετάσεις»). επίρρ... τμηματικώς και τμηματικά Ν κατά τμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τμήμα, ατος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1835 στην εφημερίδα Εφημερίς… … Dictionary of Greek
τμηματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται ή γίνεται ή εκτελείται κατά τμήματα: Τμηματική κατασκευή του δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)